πυρίφατος

From LSJ
Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίφᾰτος Medium diacritics: πυρίφατος Low diacritics: πυρίφατος Capitals: ΠΥΡΙΦΑΤΟΣ
Transliteration A: pyríphatos Transliteration B: pyriphatos Transliteration C: pyrifatos Beta Code: puri/fatos

English (LSJ)

ον, (   A θείνω 11) slain by fire, A.Supp. 633 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστράφηκε από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ-/φ-
βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί-φατος].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίφᾰτος: (ῐ) уничтоженный огнем (πόλις Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίφατος -ον [πῦρ, ~ θείνω] door vuur verwoest.