εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Full diacritics: σκληροτῠχής | Medium diacritics: σκληροτυχής | Low diacritics: σκληροτυχής | Capitals: ΣΚΛΗΡΟΤΥΧΗΣ |
Transliteration A: sklērotychḗs | Transliteration B: sklērotychēs | Transliteration C: sklirotychis | Beta Code: sklhrotuxh/s |
ές, A having hard luck, Vett.Val.89.12, Salač and Škorpil Nèkolik Archeol.Památek z Východniho Bulharska 57 (Mesembria).
-ές, Α
αυτός που έχει σκληρή τύχη, κακότυχος, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀνδρο-τυχής].