ψέλλισμα
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ατος, τό, A inarticulate speech, of a child's attempts at talking, Him.Or.23.21; of a nurse's 'baby-talk', Sor.1.109 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1393] τό, das Gestammelte, Gestotterte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψέλλισμα: τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, λέξις ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ψελλίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος.