ἀλλοφυλία
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ἡ, A foreign matter, Epicur.Ep.2p.48U.
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, das Fremdartige, Epicur. bei D. L. 10, 106.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
materia extraña τὰ δὲ πνεύματα συμβαίνει γίνεσθαι ... ἀλλοφυλίας τινὸς ... παρεισδυομένης Epicur.Ep.[3] 106.
Greek Monolingual
η (Α ἀλλοφυλία) ἀλλόφυλος
νεοελλ.
η αλλοεθνία
αρχ.
ξένη ουσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοφῡλία: ἡ инородное вещество Epicur. ap. Diog. L.