ἀναπαυτικός

From LSJ
Revision as of 13:09, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαυτικός Medium diacritics: ἀναπαυτικός Low diacritics: αναπαυτικός Capitals: ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapautikós Transliteration B: anapautikos Transliteration C: anapaftikos Beta Code: a)napautiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A giving rest, Ptol. Tetr.20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.