ἀνοργάζω

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοργάζω Medium diacritics: ἀνοργάζω Low diacritics: ανοργάζω Capitals: ΑΝΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: anorgázō Transliteration B: anorgazō Transliteration C: anorgazo Beta Code: a)norga/zw

English (LSJ)

lit.

   A knead up: in Pass., ἀνωργασμένον σῶμα relaxed, Hp.Int.21.    II toss, dandle, παιδία Hsch. (nisi ad ἀνορταλίζειν spectat).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοργάζω: ἀναζυμώνω, πλάσσω, κοινῶς «πλάθω», μαλάσσω, ἵνα γοῦν ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ σῶμα ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι πολλάκις ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».

Spanish (DGE)

1 relajar ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.Int.21.
2 mecer, acunar Hsch.

Greek Monolingual

ἀνοργάζω (Α) οργάζω
ξαναζυμώνω, μαλάσσω.