ἀπνεύματος

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπνεύμᾰτος Medium diacritics: ἀπνεύματος Low diacritics: απνεύματος Capitals: ΑΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apneúmatos Transliteration B: apneumatos Transliteration C: apneymatos Beta Code: a)pneu/matos

English (LSJ)

ον, (πνεῦμα)

   A without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr.CP1.8.3.

German (Pape)

[Seite 293] (πνεῦμα), ohne Wind, Arist. probl. 15, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.

Greek Monolingual

ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπνεύματος: не обвеваемый ветрами, безветренный (μεσημβρία Arst.).