ἐγκατάσκηψις
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
εως, ἡ, A sudden attack, Philum.Ven.4.5.
German (Pape)
[Seite 706] ἡ, das Einbrechen, der Anfall, πάθους ὑδροφόβου Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατάσκηψις: -εως, ἡ, αἰφνίδιος προσβολή, Διοσκ. 7. 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ataque, acometida, irrupción τοῦ ὑδροφοβικοῦ πάθους Dsc.Ther.3 (= Philum.Ven.4.6).