ἐπήριστος
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
English (LSJ)
or ἐπηρέμ-ῐτος, ον, (ἐρίζω)
A contended for, coined by Eust.725.16, 1962.7, to expl. Ἐπήριτος (v. Ἐπάριτοι).
German (Pape)
[Seite 921] u. ἐπήριτος, bestritten, streitig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήριστος: ἢ -ῐτος, ον, (ἐρίζω), περιμάχητος, Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.
Greek Monolingual
ἐπήριστος, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].