ἐπιφλύω
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
[ῡ], A sputter at, τινι A.R.1.481.
German (Pape)
[Seite 1000] gegen Einen sprudeln, prahlen, Ap. Rh. 1, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφλύω: ῡ, φλυαρῶ, λοιδωρῶ, τινὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 481.
Greek Monolingual
ἐπιφλύω (Α)
φλυαρώ εναντίον κάποιου, τον λοιδορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλύω, παράλλ. τ. του φλέω «πλημμυρίζω, φλυαρώ»].