ἔκπυρος

From LSJ
Revision as of 22:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπῠρος Medium diacritics: ἔκπυρος Low diacritics: έκπυρος Capitals: ΕΚΠΥΡΟΣ
Transliteration A: ékpyros Transliteration B: ekpyros Transliteration C: ekpyros Beta Code: e)/kpuros

English (LSJ)

ον,    A burning hot, Str.15.1.26, v.l. in Hdt.4.73; σῶμα Sor.2.54 : metaph., ἵππου βλέμμα Poll.1.192 : neut. pl. as Adv., τί μ' ἔκπυρα λούεις; AP5.81 (v.l. for ἔμπ-).

German (Pape)

[Seite 777] entzündet, brennend heiß, χώρα Strab. XV p. 697; Theophr. vom Winde; ἔκπυρα λούειν, adverbial, Ep. ad. 64 (V, 82); auch ἐκπύρως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπῠρος: -ον, (πῦρ) θερμότατος, καυστικός, καίων, Θεοφρ. π. Φυτ: Αἰτ. 2. 19, 4, Στράβων 697· φλογερός, Μάξ. Τύρ. τ. 2. σ. 2, 21· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., τί μ’ ἔκπυρα λούεις; Ἀνθ. Π. 5. 82.

Spanish (DGE)

(ἔκπῠρος) -ον
I 1caliente, que quema πολλῷ γὰρ ἐκπυρώτερος ὁ τόπος Thphr.Vent.14, ἡ χώρα Str.15.1.26, 32, ἀήρ Str.15.3.10, ἥλιος Archig. en Orib.Syn.3.144, ἀναθυμίασις Gal.19.299, τὸ ἀγγεῖον Gal.12.732, cf. Mac.Aeg.Serm.B 4.5.1, Hom.40.7, οἱ ἄνω οὐρανοί, ἔκπυροι ὄντες τὴν φύσιν Corp.Herm.Fr.25.12.
2 que arde fácilmente (ξύλα) ἔκπυρά ἐστι καὶ εὔκλαστα Ath.Mech.18.1.
3 medic. febril μήτρα Sor.4.2.89.
II fig.
1 fiero, irascible τρηχεῖς καὶ ἔκπυροι de un tipo de serpientes, Nic.Th.151 (text. dud.).
2 ardiente πίστις Gr.Nyss.V.Mos.66.10
neutr. plu. como adv. ἔκπυρα en fuego, de modo abrasador βαλάνισσα, τί μ' οὕτως ἔκπυρα λούεις; AP 5.82.

Greek Monolingual

ἔκπυρος, -ον (Α)
πολύ ζεστός
2. μτφ. ζωηρός, φλογερός.