ὑπάγροικος

From LSJ
Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάγροικος Medium diacritics: ὑπάγροικος Low diacritics: υπάγροικος Capitals: ΥΠΑΓΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: hypágroikos Transliteration B: hypagroikos Transliteration C: ypagroikos Beta Code: u(pa/groikos

English (LSJ)

ον,    A somewhat clownish, S.E.M.6.50, Plu.2.710d (Comp.), Marcellin.Puls.126, etc.; -οτέρα διάλεκτος Ar.Fr.685 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1179] etwas bäurisch; Sext. Emp. adv. mus. 50; διάλεκτος ὑπαγροικοτέρα Ar. ib. adv. gramm. 228.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάγροικος: -ον, ὁπωσοῦν ἄγροικος, Λατ. subrusticus, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 50, Πλούτ., κλπ.˙ ὑπαγροικοτέρα διάλεκτος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu rustique ou grossier.
Étymologie: ὑπό, ἄγροικος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κατά κάποιο τρόπο αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγροῖκος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπάγροικος: мужиковатый, грубоватый (διάλεκτος Arph.; ἄνδρες Plut.).