ἀριστοτέχνης
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. ἀριστο-τέχνας, ου, ὁ, A best of artificers, of Zeus, Pi.Fr.57, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 353] ὁ, der beste Künstler, Pind. frg. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοτέχνης: -ου, ὁ, ἄριστος τεχνίτης, ἐπὶ τοῦ Διός, Πινδ. Ἀποσπ. 29. ― Ἐντεῦθεν, -τεχνία, ἡ, ἔξοχος τεχνουργία, τέχνη, ἐργασία, Βυζ
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -ας Synes.Hymn.8.53
• Prosodia: [ᾰ-]
el mejor artífice de Zeus ἀριστότεχνα πάτερ Pi.Fr.57, de Dios ὅπως πρέπον αὐτὸ (τὸ σῶμα) ... ὁ ἀ. ἐδημιούργησεν Basil.M.31.216C, cf. Ast.Am.1.7.4, τὸν ἀριστοτέχναν νόον el espíritu creador más sublime Synes.l.c.
Greek Monolingual
ο (Α ἀριστοτέχνης, ο, θηλ. -τέχνις, η)
ο άριστος τεχνίτης, ο καλύτερος από τους τεχνίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -τέχνης < τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοτέχνης: дор. ἀριστοτέχνας, α ὁ величайший мастер (эпитет Зевса) Pind., Plut.