ἰσόχορδος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with like strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.
German (Pape)
[Seite 1268] mit gleichen Saiten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχορδος: -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀντίχορδος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].