Ἑλλησποντιακός
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ή, όν, A of the Hellespont, X.An.1.1.9, etc.:— also Ἑλλησ-πόντιος, α, ον, Hdt.7.95, X.HG3.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, τοῦ Ἑλλησπόντου, αἱ Ἑλλησποντικαὶ πόλεις Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· - οὕτως, Ἑλλησπόντιος, α, ον, Ἡρόδ. 7. 95, ἐξ Ἑλλησπόντου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 11· - οὐσ. Ἑλλησποντία, ἡ, ἡ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον χώρα, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Ἑλλησπόντιος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
helespóntico, del Helesponto ref. a las tierras en torno al Helesponto πόλις X.An.1.1.9, κλίμα Ach.Tat.Intr.Arat.35.1, Ἑλλησποντιακὴ Φρυγία Frigia helespóntica otro n. de Frigia Epicteto, Str.12.4.1, Ἑλλησποντιακὴ Μυσία Misia helespóntica la parte noroccidental de la Misia minorasiática, Gal.10.833, Ἑλλησποντιακὴ περίοδος tít. de una obra de Menécrates, Str.12.3.22.
Greek Monotonic
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον Ελλήσποντο, σε Ξεν.· ομοίως και Ἑλλησπόντιος, -α, -ον, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλησποντιακός: геллеспонтский (πόλεις Xen.).
Middle Liddell
Ἑλλησποντιακός, ή, όν
of the Hellespont, Xen., Ἑλλησπόντιος, η, ον, Hdt., Xen.