ὑποχαλκίζω
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
A look somewhat copper-coloured, EM805.49. II trans., change for copper, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχαλκίζω: ἔχω κἄπως τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. 805. 49. ΙΙ. μεταβ., ἀνταλλάσσω πρὸς χαλκόν, «ὑπεχάλκισα· πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. έχω την απόχρωση του χαλκού
2. (μτβ.) ανταλλάσσω κάτι με χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκίζω (< χαλκός)].