κακοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 22:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρόσωπος Medium diacritics: κακοπρόσωπος Low diacritics: κακοπρόσωπος Capitals: ΚΑΚΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kakoprósōpos Transliteration B: kakoprosōpos Transliteration C: kakoprosopos Beta Code: kakopro/swpos

English (LSJ)

ον,    A ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.

German (Pape)

[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρόσωπος: некрасивый лицом (δύσμορφος καὶ κ. Plut.).