καταγωγεύς

From LSJ
Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωγεύς Medium diacritics: καταγωγεύς Low diacritics: καταγωγεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: katagōgeús Transliteration B: katagōgeus Transliteration C: katagogeys Beta Code: katagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A cattle-drover, BGU92(ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς].