κλανίον
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
(or κλάνιον), τό,
A bracelet, POxy.796 (i/ii A.D.), PTeb.417.37 (iii A.D.), Hsch., Gloss. (also κλαρά Hsch.):—written κλάλιον, POxy.114.11 (ii/iii A.D.), al.
Greek (Liddell-Scott)
κλανίον: (ἢ κλάνιον), τό, ψέλιον, «κλανία· ψέλια βραχιόνων» Ἡσύχ., κλ.
Greek Monolingual
κλανίον και κλάνιον, τὸ (Α)
βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -ῶ (πρβλ. λ.χ. ἐγ-κλαστρ-ίδια «σκουλαρίκια»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: bracelet (pap. Empire); κλανία ψέλια βραχιόνων, also κλαρ<ί>α ψέλια H. (with dissimilation).
Other forms: (κλάνιον), also κλάλιον (after ψέλιον? rejected by Fur. 131 n. 60)
Derivatives: Cf. χλανίαι περιβολαί (Fur. 131 objects that this word belongs rather to χλανίς) and χλανίτιδες οἱ ὅρμοι παρθένων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with κλάω seems improbable; cf. κλαστός frizzly head, ἐγκλαστρίδια ear-ring (do these belong here?). (The forms with χ- have been explained (away) as from association with χλανίς upper garment, but see Fur. 131.) Rather it shows the Pre-Greek variation between surd and aspirate. Fur. 388 further compares πλανίς τὸ τῆς νύμφης χρυσοῦν διάδημα H.
Frisk Etymology German
κλανίον: {klaníon}
Forms: (κλάνιον), auch κλάλιον (nach ψέλιον)
Meaning: Armband (Pap. Kaiserzeit); κλανία· ψέλια βραχιόνων, auch κλαρ<ί>α· ψέλια H. (mit Dissimilation).
Derivative: Daneben χλανίαι· περιβολαί und χλανίτιδες· οἱ ὅρμοι παρθένων H.
Etymology : Unklar, aber wahrscheinlich zu κλάω oder wenigstens darauf bezogen; vgl. κλαστός ‘kraus(haarig)’, ἐγκλαστρίδια Ohrringe. Die Formen mit χ- sind wohl durch Assoziation mit χλανίς Obergewand verursacht.
Page 1,866