κλαστόθριξ
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
perh. A curly-haired, PPetr.3p.15 (iii B.C.).
Greek Monolingual
κλαστόθριξ, -ότριχος, ὁ (Α)
πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό-θριξ, μεγαλό-θριξ].