λεοντοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοκέφᾰλος Medium diacritics: λεοντοκέφαλος Low diacritics: λεοντοκέφαλος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: leontoképhalos Transliteration B: leontokephalos Transliteration C: leontokefalos Beta Code: leontoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A lion-headed, παραιετίδες, of gargoyles, IG22.1627.303, prob. in 1666 B 19,29, cf. Luc.Herm.44:—also λεοντο-κεφᾰλή, ἡ, lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv B.C., in Dor. form -ά), IG42(1).102.294, 303 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 28] löwenköpfig; Att. Seew. p. 407; Luc. Hermot. 44.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν λέοντος, Λουκ. Ἑρμότ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lion.
Étymologie: λέων, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.

Greek Monotonic

λεοντοκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοκέφᾰλος: львиноголовый Luc.

Middle Liddell

λεοντο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
lion-headed, Luc.