μικροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροκέφᾰλος Medium diacritics: μικροκέφαλος Low diacritics: μικροκέφαλος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: mikroképhalos Transliteration B: mikrokephalos Transliteration C: mikrokefalos Beta Code: mikroke/falos

English (LSJ)

ον,    A small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.

German (Pape)

[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισο-κέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.