ξυλών
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A place for wood, wood-house, ib.159 A56, al. (ib.,iii B.C.), Inscr.Délos399 A85 (ii B.C.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 282] ῶνος, ὁ, Holzplatz, Holzstall (?).
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλών: -ῶνος, ὁ, τόπος πρὸς ἐναπόθεσιν ξύλων, ἀποθήκη ξύλων, Γλωσσ.