δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Full diacritics: σφῡροπέλεκυς | Medium diacritics: σφυροπέλεκυς | Low diacritics: σφυροπέλεκυς | Capitals: ΣΦΥΡΟΠΕΛΕΚΥΣ |
Transliteration A: sphyropélekys | Transliteration B: sphyropelekys | Transliteration C: sfyropelekys | Beta Code: sfurope/lekus |
εως, ὁ, A hammer-axe, IG12.313.132.
-ελέκεως, ο, ΝΑ
εργαλείο του οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως
νεοελλ.
είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο της λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς.