σιτογεωργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A corn-grower, Vett.Val.76.10.
Greek Monolingual
ὁ, Α
καλλιεργητής σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + γεωργός.
Full diacritics: σῑτογεωργός | Medium diacritics: σιτογεωργός | Low diacritics: σιτογεωργός | Capitals: ΣΙΤΟΓΕΩΡΓΟΣ |
Transliteration A: sitogeōrgós | Transliteration B: sitogeōrgos | Transliteration C: sitogeorgos | Beta Code: sitogewrgo/s |
ὁ, A corn-grower, Vett.Val.76.10.
ὁ, Α
καλλιεργητής σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + γεωργός.