ὑψίθρονος

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐθρονος Medium diacritics: ὑψίθρονος Low diacritics: υψίθρονος Capitals: ΥΨΙΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hypsíthronos Transliteration B: hypsithronos Transliteration C: ypsithronos Beta Code: u(yi/qronos

English (LSJ)

ον,    A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.

English (Slater)

ὑψίθρονος, -ον
   1 throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].

Greek Monotonic

ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).

Middle Liddell

ὑψί-θρονος, ον,
high-throned, Pind.