ὑπασπιστήρ
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A shield-bearing, ὄχλος A.Supp.182.
German (Pape)
[Seite 1184] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὄχλος, schwerbewaffnet, Aesch. Suppl. 179.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
υπασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπασπίζω + κατάλ. -τήρ].
Russian (Dvoretsky)
ὑπασπιστήρ: ῆρος adj. m щитоносный, вооруженный щитом (ὄχλος Eur.).