σπλαγχνοφάγος

From LSJ
Revision as of 22:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλαγχνοφάγος Medium diacritics: σπλαγχνοφάγος Low diacritics: σπλαγχνοφάγος Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: splanchnophágos Transliteration B: splanchnophagos Transliteration C: splagchnofagos Beta Code: splagxnofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A eating the σπλάγχνα, ἀετός Ps.-Plu.Fluv.5.3, cf. LXX Wi.12.5.

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων σπλάγχνα, ἀετὸς Ψευδο-Πλούτ. 2. 1153Α, πρβλ. Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΒ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les entrailles.
Étymologie: σπλάγχνον, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο-Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -φάγος].

Russian (Dvoretsky)

σπλαγχνοφάγος: (φᾰ) поедающий внутренности (ἀετός Plut.).