εὐπάτειρα

From LSJ
Revision as of 20:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάτειρα Medium diacritics: εὐπάτειρα Low diacritics: ευπάτειρα Capitals: ΕΥΠΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: eupáteira Transliteration B: eupateira Transliteration C: efpateira Beta Code: eu)pa/teira

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = sq., Men.616 (with    A v.l. εὐπατέρεια), Choerob. in An.Ox.2.196, Theognost.Can.99, Gramm. in Reitzenstein Gesch.d. Gr.Etym.p.306, Et.Gud., EM318.55; cf. ἀπάτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάτειρα: ἡ, = εὐπατέρεια, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.

Greek Monolingual

εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)
1. (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ.