μέλπηθρα
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
τά, (μέλπω) A means of playing, plaything: Hom. (only in Il.) always in pl., of an unburied corpse, sport, plaything, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο a sport of dogs, 13.233; κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι 17.255.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
seul. au plur.
amusement, jouet.
Étymologie: μέλπω.
Greek Monolingual
μέλπηθρα, τὰ (Α)
1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα
σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκη-θρο)].