μέλπηθρα

From LSJ
Revision as of 11:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλπηθρα Medium diacritics: μέλπηθρα Low diacritics: μέλπηθρα Capitals: ΜΕΛΠΗΘΡΑ
Transliteration A: mélpēthra Transliteration B: melpēthra Transliteration C: melpithra Beta Code: me/lphqra

English (LSJ)

τά, (μέλπω)    A means of playing, plaything: Hom. (only in Il.) always in pl., of an unburied corpse, sport, plaything, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο a sport of dogs, 13.233; κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι 17.255.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. au plur.
amusement, jouet.
Étymologie: μέλπω.

Greek Monolingual

μέλπηθρα, τὰ (Α)
1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα
σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκη-θρο)].