ὕπαντρος

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαντρος Medium diacritics: ὕπαντρος Low diacritics: ύπαντρος Capitals: ΥΠΑΝΤΡΟΣ
Transliteration A: hýpantros Transliteration B: hypantros Transliteration C: ypantros Beta Code: u(/pantros

English (LSJ)

ον, (ἄντρον)    A with caverns underneath, cavernous, χώρα, γῆ, Arist.Mete.366a25, Pr.932a8, Str.9.2.16; νῆσος Theagen.17; πέτρα Ael.NA16.17.    II underground, οἶκοι Id.VH12.38.    2 dwelling under the earth, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαντρος: -ον, (ἄντρον) ἔχων ἄντρα κάτωθεν, πλήρης σπηλαίων, σπηλαιώδης, γῆ, χώρα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, ὑπόγειος, οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ σπήλαιον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve sous une caverne, sous un abri;
2 dont les fondements sont sous terre.
Étymologie: ὑπό, ἄντρον.

Greek Monotonic

ὕπαντρος: -ον, σπηλαιώδης, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαντρος: изобилующий пещерами, пещеристый (γῆ, χώρα Arst.).

Middle Liddell

ὕπ-αντρος, ον,
with caverns underneath, Strab.