βαλλιστής

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλιστής Medium diacritics: βαλλιστής Low diacritics: βαλλιστής Capitals: ΒΑΛΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ballistḗs Transliteration B: ballistēs Transliteration C: vallistis Beta Code: ballisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, a constellation, Cat.Cod.Astr.7.204.14.

Greek Monolingual

ο (Α βαλλιστής)
νεοελλ.
1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα
2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς
αρχ.
ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη σημασία «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το βλήμα»].