εὐθυθάνατος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[θᾰ], ον, A quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.
German (Pape)
[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.
Greek Monolingual
εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.
Greek Monotonic
εὐθυθάνᾰτος: -ον, αυτός που σκοτώνει γρήγορα, που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο πλήγμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠθάνᾰτος: причиняющий немедленную смерть, убивающий наповал (πληγή Plat.).