σπόδιος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
α, ον,
A ash-coloured, grey, ὄνος Semon. 7.43 (sed leg. σποδείης) ; αἶγες PHib.1.120.9 (iii B.C.); χρῶμα, of a dove, Arist.Fr.347. 2 of the ashes, epith. of Apollo, Paus.9.11.7, 9.12.1 (vulg. Σπόνδιος).
German (Pape)
[Seite 923] aschfarbig, grau; ὄνος, Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σπόδιος: -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς τέφρας, φαιός, «στακτερός», «ψαρός», ὄνος Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 (ἔνθα ὁ Bgk. σπόδειος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και σπόδειος, -ον, Α σποδός
1. αυτός που έχει το χρώμα της σποδού, της στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ.
β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], Παυσ.).
Russian (Dvoretsky)
σπόδιος: Arst. = σποδοειδής.