διαλύτης

From LSJ
Revision as of 18:31, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύτης Medium diacritics: διαλύτης Low diacritics: διαλύτης Capitals: ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: dialýtēs Transliteration B: dialytēs Transliteration C: dialytis Beta Code: dialu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,    A dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.

Greek Monolingual

ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.