ὀξέως
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);
2 rapidement;
Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.
Étymologie: ὀξύς.
Greek Monotonic
ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξέως:
1) быстро, скоро (τὰ παραγγελλόμενα δέχεσθαι Thuc.);
2) зорко (ὁρᾶν Plut.);
3) чутко, тонко (αἰσθάνεσθαι Plat.).