πετρορριφής

From LSJ
Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρορρῐφής Medium diacritics: πετρορριφής Low diacritics: πετρορριφής Capitals: ΠΕΤΡΟΡΡΙΦΗΣ
Transliteration A: petrorriphḗs Transliteration B: petrorriphēs Transliteration C: petrorrifis Beta Code: petrorrifh/s

English (LSJ)

ές,    A hurled from a rock, π. θανεῖν E.Ion1222.

Greek (Liddell-Scott)

πετρορρῐφής: -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
précipité du haut d’un rocher.
Étymologie: πέτρος, ῥίπτω.

Greek Monolingual

-ές, Α
γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο-ρριφής].

Greek Monotonic

πετρορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πετρορρῐφής: сброшенный со скалы Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρορριφής -ές [πέτρα, ῥίπτω] van een rots geworpen.

Middle Liddell

πετρορ-ρῐφής, ές ῥίπτω
hurled from a rock, Eur.

English (Woodhouse)

hurled from a rock

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)