διαστολικόν

From LSJ
Revision as of 18:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστολικόν Medium diacritics: διαστολικόν Low diacritics: διαστολικόν Capitals: ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΟΝ
Transliteration A: diastolikón Transliteration B: diastolikon Transliteration C: diastolikon Beta Code: diastoliko/n

English (LSJ)

τό,    A official notification of payment due, writ, POxy.68.33 (ii A. D.), al.; in full, δ. ὑπόμνημα BGU613.18.

Spanish (DGE)

-οῦ, τό
notificación, comunicación y esp. citación, requerimiento judicial o admin. τὸ διαστολικόν: ἐξ ἧς ἐποιησάμην ... διαστολικοῦ μεταδόσεως ... κατὰ Ἡρατίωνος ... POxy.3464.5 (I d.C.), δ. εἰς Γάιον PSI 941.15, οὐ δεόντως μετέδωκέ μοι δ. POxy.68.33, cf. BGU 1574.10, ᾧ ... δ. μετέδομεν περὶ τοῦ μὴ δεόντως ἠγορακέναι POxy.1203.6, cf. PFam.Teb.24.98, PMich.617.10 (todos II d.C.)
orden de pago, cheque, POxy.533.4 (II/III d.C.)
tb. como adj. de notificación o citación μεταδόντες αὐτῷ ... διαστολικὸν ὑπόμνημα κατελθεῖν εἰς τὸν διαλογισμόν PRyl.119.32 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.265.13, BGU 613.18, PVindob.Salomons 5.15 (todos II d.C.).

Greek Monolingual

διαστολικόν, το (Α)
1. έγγραφη κοινοποίηση του ποσού και της διορίας για οφειλόμενη πληρωμή
2. εντολή για πληρωμή.