ὠμαλθής

Revision as of 09:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠ. a wound    A scarred over too soon, without healing properly, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ-αλθής).