θηλύστολος

From LSJ
Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύστολος Medium diacritics: θηλύστολος Low diacritics: θηλύστολος Capitals: ΘΗΛΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: thēlýstolos Transliteration B: thēlystolos Transliteration C: thilystolos Beta Code: qhlu/stolos

English (LSJ)

ον,    A clad in women's clothes: τὸ θ. effeminacy, Id.10.24.

German (Pape)

[Seite 1208] in Weibertracht, Eust. 10, 24.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύστολος: -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24.

Greek Monolingual

θηλύστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον
η θηλυπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -στολος (< στολή), πρβλ. έν-στολος, κυανό-στολος].