καμπύλλω
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
Ion. for κάμπτω, A bend, crook, Hp.Art.60 (Pass.):—Med., ib.46:
German (Pape)
[Seite 1319] ion. = κάμπτω, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καμπύλλω: Ἰων. ἀντὶ κάμπτω, στρέφω, λυγίζω, «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., αὐτόθι 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, ὅπερ ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.
Greek Monolingual
καμπύλλω (Α) καμπύλος
ιων. τ. κάμπτω, λυγίζω, κυρτώνω, κάνω κάτι καμπύλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπύλλω [καμπύλος] buigen.