κατάσσω
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
later for κατάγνυμι, impf. A κατέασσε Aesop.7:—Pass., Apollod.Poliorc.189.6, App.Pun.129, Artem.1.66, PHolm.6.40. [ᾱ by nature, Hdn.Gr.2.109.]
German (Pape)
[Seite 1380] Sp., = κατάγνυμι; Schol. Il. 13, 322; Artemid. 1, 68.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσσω: μεταγεν., ἀντὶ τοῦ κατάγνυμι, Ἀππ. Καρχηδ. 129, Ἀρτεμίδ. 1. 68.
Greek Monolingual
κατάσσω (Α)
κατάγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ-έ-αξ-α κατά το σχήμα ἐ-πάτ-αξ-α: πατ-άσσω].