κατάστεμα

From LSJ
Revision as of 18:15, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστεμα Medium diacritics: κατάστεμα Low diacritics: κατάστεμα Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΜΑ
Transliteration A: katástema Transliteration B: katastema Transliteration C: katastema Beta Code: kata/stema

English (LSJ)

τό, late form of κατάστημα (q.v.).

Greek Monolingual

κατάστεμα, τὸ (Α)
(μτγν. τ. του κατάστημα) κατάσταση, διάθεση ψυχική («εἰς κατάστεμα μανίας ἀγηοχώς» — αφού περιήλθε σε ψυχική διάθεση μανίας, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετγν. τ. του κατάστημα].