ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Full diacritics: κερκιθαλίς | Medium diacritics: κερκιθαλίς | Low diacritics: κερκιθαλίς | Capitals: ΚΕΡΚΙΘΑΛΙΣ |
Transliteration A: kerkithalís | Transliteration B: kerkithalis | Transliteration C: kerkithalis | Beta Code: kerkiqali/s |
ἐρῳδιός, Hsch.
κερκιθαλίς: ἡ, «ἐρῳδιὸς» Ἡσύχ.
κερκιθαλίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρῳδιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέξ, με πιθ. παρετυμολογική επίδραση του κέρκος + -θαλίς (< θάλος), πρβλ. ερι-θαλίς (ονομ. δένδρου)].