κεκλασμένως
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
Adv., (κλάω A) A effeminately, Anon. ap. Suid.s.v.ληκυθισμός.
German (Pape)
[Seite 1413] zerbrochen, Suid., von κλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκλασμένως: Ἐπίρρ. (κλάω) ἐκτεθηλυμμένως, παρὰ Σουΐδ.