κλείπους

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείπους Medium diacritics: κλείπους Low diacritics: κλείπους Capitals: ΚΛΕΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kleípous Transliteration B: kleipous Transliteration C: kleipous Beta Code: klei/pous

English (LSJ)

κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους, Hsch. κλεῖρος· κλειδίον, Id.

Greek Monolingual

κλείπους (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει- (απαθής βαθμίδα της ρίζας του κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + -πούς (< πούς), πρβλ. αερσί-πους, καμψί-πους)].