σκαιωρία
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἡ, A mischief, Tz.H.8.903. (Cf. σκευωρός fin.)
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, = σκαιούργημα; auch Hinterlist, Nachstellung, Hesych., Tzetz. Chil. 8, 903.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σκευωρία.