σκληρώδης

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρώδης Medium diacritics: σκληρώδης Low diacritics: σκληρώδης Capitals: ΣΚΛΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: sklērṓdēs Transliteration B: sklērōdēs Transliteration C: sklirodis Beta Code: sklhrw/dhs

English (LSJ)

σκληρώδες, contr. for σκληροειδής, Man.4.325, cj. for ὀχληρώδης in Lucil. ap. Gell.18.8.

German (Pape)

[Seite 901] ες, zsgzgn statt σκληροειδής, πέτρα, hart, Maneth. 4, 325.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκληροειδής. Μανέθων 4. 325.

Greek Monolingual

-ες / σκληρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκληρός
αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός
νεοελλ.
φρ. «σκληρώδης ιστός» — ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων
μσν.
πεισματάρης.