στερροβαρής
From LSJ
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
English (LSJ)
ές, A hard and heavy, prob. in Hsch. s.v. κορύνη, for στερεοβαρής.
Greek (Liddell-Scott)
στερροβᾰρής: -ές, σκληρὸς καὶ βαρύς, πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ στερεοβαρής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής.