συμφωνιακός

From LSJ
Revision as of 23:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφωνιᾰκός Medium diacritics: συμφωνιακός Low diacritics: συμφωνιακός Capitals: ΣΥΜΦΩΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: symphōniakós Transliteration B: symphōniakos Transliteration C: symfoniakos Beta Code: sumfwniako/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55.    II ἡ -κή, a variety of ὑοσκύαμος, Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος -κή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος 111.

Greek (Liddell-Scott)

συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.